σέως

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ὁ,= σεισμός, dub. in Alc.26; v.l. σέος.

Greek Monolingual

και δ. αν. σέος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ο σεισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αμφβλ. γρφ.].