σίγιστρον

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

τό,= ζύγαστρον, Eust.956.6, 1604.16.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους, ζύγαστρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -τρον].