τό,= ζύγαστρον, Eust.956.6, 1604.16.
τὸ, Μκιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους, ζύγαστρον.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -τρον].