[Seite 885] τό, Pol. 3, 100, 4, auch σιτοβόλειον u. σιτόβολον, τό, = Folgdm; Geopon.
ου (τό) :grange à serrer le grain.Étymologie: σῖτος, βάλλω.
τὸ, Αβλ. σιτοβολεῑον.