το / σκαλιστήριον, ΝΑμικρού μεγέθους εργαλείο κατάλληλο για ελαφρά ανασκαφή του εδάφους, το οποίο χρησιμοποιείται στις κηπουρικές εργασίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανισ-τήριον)].