σκεδασμός

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ὁ,

   A = σκέδασις, Epicur.Nat.Herc.908.2, Ph.1.686, J.AJ1.1.3, M.Ant.7.32.

German (Pape)

[Seite 891] ὁ, = Vorigem (?).

Greek (Liddell-Scott)

σκεδασμός: ὁ, = σκέδασις, Φίλων 11 686, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 32, κτλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
σκέδαση («πρὸς σκεδασμὸν τῆς ἡμῶν ἐμβολῆς», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ- του αορ. -σκέδασ-α του σκεδάννυμι + κατάλ. -μός (πρβλ. κρεμασ-μός)].