σκέπος: -εος, τό, = σκέπη, Ἐτυμολ. Μέγ. 597. 19.
-εος, τὸ, Α σκέπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. σκέπας (βλ. και λ. σκέπας)].