ῡκος, ἡ,= foreg., v.l. in Dsc.2.138.
σκάνδυξ: -ῡκος, ὁ, = τῷ προηγ., Διοσκ. 2. 178.
υκος (ὁ) :c. σκάνδιξ.
ο / σκάνδυξ, -υκος, ἡ, ΝΑβλ. σκάνδιξ.