σκιοθήρης

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A sun-dial, Vitr.1.6.6.

Greek Monolingual

και σκιάθηρας, ὁ, Α
ηλιακό ρολόγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -θήρης / -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας].