σκορπιομάχος

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A fighting with scorpions, [ἀκρίς] Arist.Mir. 844b24.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπιομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς σκορπίους μαχόμενος, ἀκρὶς Ἀριστ. π. Θαυμασ. 139.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μάχεται χρησιμοποιώντας σκορπιούς («σκορπιομάχος ἀκρίς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος «πολεμική μηχανή» + -μάχος (< μάχομαι)].