σκωληκοκεφαλή
Greek Monolingual
η, Ν
ζωολ. το πρόσθιο άκρο τών κεστωδών που φέρει όργανα προσκόλλησης στον ξενιστή, τους μυζητήρες και τα βοθρίδια.
η, Ν
ζωολ. το πρόσθιο άκρο τών κεστωδών που φέρει όργανα προσκόλλησης στον ξενιστή, τους μυζητήρες και τα βοθρίδια.