σοσιαλιστής

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. σοσιαλίστρια, Ν
οπαδός του σοσιαλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. socialiste < socialisme (πρβλ. σοσιαλισμός) + κατάλ. -iste (βλ. -ιστής). Η λ., στον λόγιο τ. αιτ. πληθ. σοσιαλιστάς, μαρτυρείται από το 1852 στην Εφημερίδα του λαού].