σπαθατός

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ά, όν, Dor. for σπαθητός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 915] dor. statt σπαθητός, mit der σπάθη geschlagen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰθᾱτός: -ή, -όν, Δωρ. ἀντὶ σπαθητός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(δωρ. τ.) βλ. σπαθητός.