σπαργάνωμα

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ατος, τό,= σπάργανον, AB304, Phot.

German (Pape)

[Seite 917] τό, das Eingewickelte; auch = σπάργανον; B. A. 304.

Greek (Liddell-Scott)

σπαργάνωμα: τό, = σπάργανον, Α. Β. 304, Φώτ.· πρβλ. σπάργωσις.

Greek Monolingual

το, ΝΑ [[σπαργανῶ, -ώνω]]
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπαργανώνω, φάσκιωμα
αρχ.
το σπάργανο.