σπεκλάριον

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

τό,= sq. 2, PHolm.4.28: hence σφεκλαράριος, ὁ,= Lat.

   A speculararius, Supp.Epigr.7.197 (Berytus, v/vi A.D.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος στιλπνού σχιστολίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέκλον + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].