ἡ, Aeol. for στολή, Sapph.55 (dub.).
σπολά: ἡ, Αἰολικ. ἀντὶ στολή, Σαπφὼ 74 Ahr., ἴδε Διαλ. Αἰολ. σ. 41.
ἡ, Α(αιολ. τ.) βλ. στολή.