σταρτός
English (LSJ)
ὁ, Cret.,= στρατός, a division of the people, GDI4985.7 (Crete), Riv.Fil.61.489 (ibid.), Leg.Gort.5.5; cf. στάρτοι· αἱ τάξεις τοῦ πλήθους, Hsch.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. στρατός.
ὁ, Cret.,= στρατός, a division of the people, GDI4985.7 (Crete), Riv.Fil.61.489 (ibid.), Leg.Gort.5.5; cf. στάρτοι· αἱ τάξεις τοῦ πλήθους, Hsch.
ὁ, Α
βλ. στρατός.