στενοσχιδής

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές, Ν
1. αυτός που έχει στενή σχισμή
2. αυτός που είναι κομμένος με στενές σχισμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -σχιδής (< σχίζω), πρβλ. πολυ-σχιδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].