στέλγισμα

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

German (Pape)

[Seite 933] τό, = στλέγγισμα, Lycophr. 874.

Greek (Liddell-Scott)

στέλγισμα: τό, στέλγιστρον, τό, = στλέγγ-.

Greek Monolingual

-ίσματος, τὸ, Α
βλ. στλέγγισμα.