στερεοχημεία

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
χημ. κλάδος της χημείας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της διάταξης τών ατόμων τών χημικών ενώσεων στον χώρο και ειδικότερα τις περιπτώσεις στερεοϊσομέρειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereochimie (< στερεός + χημεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Τηλ. Κομνηνό].