τό, Dim. of στάμνος,
A wine-jar, Eup.204, Ephipp. 24.
[Seite 929] τό, dim. von στάμνος, Ephipp. com. bei Ath. I, 29 e.
σταμνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ στάμνος, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 17, Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 3.
τὸ, Α στάμνοςσταμνάκι.