στεφανηπλόκια

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

τά,

   A place where wreaths are plaited or sold, AP12.8 (Strat.): sg. στεφανοπλόκιον, = coronarium, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνηπλόκια: τά, τόπος ἔνθα πλέκονται ἢ πωλοῦνται στέφανοι, Ἀνθ. Π. 12. 8.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
lieu où l’on tresse et vend des couronnes.
Étymologie: στεφανηπλόκος.

Greek Monolingual

τά, Α στεφανηπλόκος
τόπος όπου έπλεκαν ή πωλούσαν στεφάνια.