στοματόποδα

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. τάξη σαρκοφάγων θαλάσσιων καρκινοειδών της υφομοταξίας μαλακόστρακα, με τυπικό εκπρόσωπο της το γένος σκύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stomatopoda (< στόμα, -ατος + πούς). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].