στριφνότης
English (LSJ)
ητος, ἡ, metaph.,
A close texture, of style, D.H.Dem.34 codd.; cf. στρυφνότης.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α στριφνός
μτφ. (για λόγο) στρυφνότητα.
ητος, ἡ, metaph.,
A close texture, of style, D.H.Dem.34 codd.; cf. στρυφνότης.
-ητος, ἡ, Α στριφνός
μτφ. (για λόγο) στρυφνότητα.