στραγγουριώδης

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ες,

   A of the nature of strangury, Hp. Epid.1.5,10; suffering from it, ib.2.2.17.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγουριώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῆς στραγγουρίας, ὁμοιάζων πρὸς στραγγουρίαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ , 943, 947, κτλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στραγγουρία
1. αυτός που πάσχει από στραγγουρία
2. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της στραγγουρίας.