συγκλείς
English (LSJ)
κλεῖτος, ἡ (i.e. συγκλής, κλῆτος), Thess. for σύγκλητος, ἡ, IG9(2).517.10 (Larissa, iii B.C.).
Greek Monolingual
-εῑτος, ἡ, Α
(θεσσαλ. τ.) βλ. σύγκλητος.
κλεῖτος, ἡ (i.e. συγκλής, κλῆτος), Thess. for σύγκλητος, ἡ, IG9(2).517.10 (Larissa, iii B.C.).
-εῑτος, ἡ, Α
(θεσσαλ. τ.) βλ. σύγκλητος.