συμμετίσχω

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

=

   A συμμετέχω, τῆς αἰτίας S.Ant.537.

German (Pape)

[Seite 981] = συμμετέχω; καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας, Soph. Ant. 533.

Greek (Liddell-Scott)

συμμετίσχω: συμμετέχω, τῆς αἰτίας Σοφ. Ἀντ. 537.

French (Bailly abrégé)

c. συμμετέχω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.