=
A συμμετέχω, τῆς αἰτίας S.Ant.537.
[Seite 981] = συμμετέχω; καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας, Soph. Ant. 533.
συμμετίσχω: συμμετέχω, τῆς αἰτίας Σοφ. Ἀντ. 537.
c. συμμετέχω.
Α(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.