συμπιεστότητα
Greek Monolingual
η, Ν
συμπιεστός
φυσ. ιδιότητα τών σωμάτων να μειώνουν τον όγκο τους, ως αποτέλεσμα της αύξησης της πίεσης στην οποία υποβάλλονται, το συμπιεστό.
η, Ν
συμπιεστός
φυσ. ιδιότητα τών σωμάτων να μειώνουν τον όγκο τους, ως αποτέλεσμα της αύξησης της πίεσης στην οποία υποβάλλονται, το συμπιεστό.