συμφορηδόν
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
Μ
επίρρ. σωρηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Μ
επίρρ. σωρηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].