σύναλος

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ον,

   A eating salt with one, Gloss.

German (Pape)

[Seite 999] mit Einem Salz essend, übh. mitessend, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σύνᾰλος: -ον, ὁ συνεσθίων ἅλας μετά τινος, φίλος τινός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που τρώει αλάτι μαζί με κάποιον, φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αλος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. κάθ-αλος].