συνδρομητής

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. συνδρομήτρια Ν
αυτός που καταβάλλει συνδρομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδρομή + κατάλ. -της / -τρια. Το αρσ. συνδρομητής μαρτυρείται από το 1816 στον Δ. Γουζέλη, ενώ το θηλ. συνδρομήτρια από το 1880 στον Σ. Α. Κουμανούδη].