σύνεξ

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek (Liddell-Scott)

σύνεξ: ἓξ ὁμοῦ, σύμπεντε καὶ σύνεξ τριηραρχοῦντες μέτριον ἀνήλισκον Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. συμμορία.

Greek Monolingual

A
έξι μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἕξ «έξι»].