το / σύνεργον, ΝΜΑ1. εργαλείο2. στον πληθ. τα σύνεργατο σύνολο τών εργαλείων τεχνίτηαρχ.πληθ. τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. του επιθ. σύνεργος (βλ. λ. συνεργός)].