συνεπιστένω
English (LSJ)
= foreg., Plu.Galb.23.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιστένω: τῷ προηγ., Πλουτ. Γάλβ. 23.
Greek Monolingual
Α ἐπιστένω
συνεπίστενάζω.
= foreg., Plu.Galb.23.
συνεπιστένω: τῷ προηγ., Πλουτ. Γάλβ. 23.
Α ἐπιστένω
συνεπίστενάζω.