συβουλάτορας
Greek Monolingual
ο, πληθ. συβουλάτορες και συβουλατόροι, Ν
βλ. συμβουλάτορας.
Greek Monolingual
ο, πληθ. συβουλάτορες και συβουλατόροι, Ν
βλ. συμβουλάτορας.
ο, πληθ. συβουλάτορες και συβουλατόροι, Ν
βλ. συμβουλάτορας.
ο, πληθ. συβουλάτορες και συβουλατόροι, Ν
βλ. συμβουλάτορας.