συνέτιση

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν συνετίζω
το να συνετίζει κανείς κάποιον, να τον φέρνει με συμβουλές ή με τις κατάλληλες ενέργειες στον σωστό δρόμο.