συνεπιπλέω

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A join in a naval expedition, D.50.59.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιπλέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπιπλέω ἐν ναυτικῇ ἐκστρατείᾳ, οὐ μόνον τὴν οὐσίαν ἀναλίσκων, ἀλλὰ καὶ τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων Δημ. 1224, 27.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιπλέω
συμμετέχω σε ναυτική εκστρατεία («τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων», Δημοσθ.).