συβαύβαλος
Greek (Liddell-Scott)
συβαύβαλος: ὁ, πρβλ. συοβ-.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.
συβαύβαλος: ὁ, πρβλ. συοβ-.
ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.
ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.