συγκελεύω

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A join in ordering, bidding, E.IA892 (troch.), Th.8.31.

German (Pape)

[Seite 967] (s. κελεύω), mit befehlen; Eur. I. A. 892; Thuc. 8, 31.

Greek (Liddell-Scott)

συγκελεύω: κελεύω ὁμοῦ, κτλ., Εὐρ. Ι. Α. 892, Θουκ. 8. 31.

French (Bailly abrégé)

ordonner ensemble, en même temps.
Étymologie: σύν, κελεύω.

Greek Monolingual

Α
προστάζω μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κελεύω «προστάζω»].

Greek Monolingual

Α
προστάζω μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κελεύω «προστάζω»].