συγκιρνώ

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

συγκιρνῶ, -άω, ΝΜΑ
βλ. συγκεραννύω.

Greek Monolingual

συγκιρνῶ, -άω, ΝΜΑ
βλ. συγκεραννύω.