συγκεντρωτισμός

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

ο, Ν
τύπος διοικητικής, οικονομικής ή πολιτικής οργάνωσης κατά τον οποίο το σύνολο τών αποφάσεων στα κύρια ζητήματα απορρέουν από την κεντρική διοίκηση, εξουσία ή ηγεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρωτικός + κατάλ. -ισμός].

Greek Monolingual

ο, Ν
τύπος διοικητικής, οικονομικής ή πολιτικής οργάνωσης κατά τον οποίο το σύνολο τών αποφάσεων στα κύρια ζητήματα απορρέουν από την κεντρική διοίκηση, εξουσία ή ηγεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρωτικός + κατάλ. -ισμός].