συμπεριπίπτω

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A fall about together, Hypsaeus ap.Stob.4.31.45.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριπίπτω: περιπίπτω ὁμοῦ, Ὑψαῖος παρὰ Στοβ. 505. 50.

Greek Monolingual

Α περιπίπτω
πέφτω μαζί με άλλον, ξαπλώνομαι συγχρόνως.

Greek Monolingual

Α περιπίπτω
πέφτω μαζί με άλλον, ξαπλώνομαι συγχρόνως.