συμποσιαστής
German (Pape)
[Seite 989] ὁ, der mittrinkt u. mitschmauset, der Gast, Sp.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συμποσιάζω
αυτός που μετέχει σε συμπόσιο
αρχ.
μέλος θρησκευτικού ομίλου.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συμποσιάζω
αυτός που μετέχει σε συμπόσιο
αρχ.
μέλος θρησκευτικού ομίλου.