adv.selon le droit, justement.Étymologie: σύνδικος.
και αττ. τ. ξυνδίκως Αεπίρρ. συγχρόνως, ταυτόχρονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδικος + επιρρμ. κατάλ. -ως].