συνεξικνούμαι

Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

-έομαι, Α
συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξικνοῦμαι «φθάνω»].

Greek Monolingual

-έομαι, Α
συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξικνοῦμαι «φθάνω»].