Φθιάς

Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de Phthie.
Étymologie: Φθία.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
ιδιότυπη μορφή θηλ. του επιθ. Φθῑος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. Ἐρετρι-άς)].