άδοςadj. f.de Phthie.Étymologie: Φθία.
-άδος, ἡ, Αιδιότυπη μορφή θηλ. του επιθ. Φθῑος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. Ἐρετρι-άς)].