τό, Dim. of sq., BGU1052.10, 1101.18, etc. (i B. C.).
τὸ, Αυποκορ. μικρή, ασήμαντη προίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φερνή «προίκα» + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. θηκ-άριον, πλοι-άριον)].