χειρομύλη

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,

   A hand-mill, X.Cyr.6.2.31.

German (Pape)

[Seite 1346] ἡ, = Folgdm, Xen. Cyr. 6, 2,31.

Greek (Liddell-Scott)

χειρομύλη: ἡ, «χειρόμυλος», μύλος τῇ χειρὶ στρεφόμενος, Ξέν. Κύρου Παιδ. 6. 2, 31· χειρόμῠλον, τό, Γλωσσ.· καὶ χειρομύλων, ωνος, ὁ, Διοσκ. 5. 103.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
moulin à bras.
Étymologie: χείρ, μύλη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
χειρόμυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + μύλη.