φιλογηθής

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ές, only in Dor.form φῐλο-γᾱθής: (γῆθος, γᾶθος):—

   A loving mirth, mirthful, A.Th.918 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1279] ές, dor. φιλογαθής, die Freude, die Fröhlichkeit liebend, Aesch. Spt. 901.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλογηθής: -ές, γεν. έος, μόνον ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -γαθής· (γῆθος, γᾶθος)· ― ὁ φιλῶν τὴν εὐθυμίαν, εὔθυμος, φαιδρός, Αἰσχύλ. Θηβ. 918.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime la joie.
Étymologie: φίλος, γῆθος.

Greek Monolingual

-ές, Α
(σπάν. τ.) βλ. φιλογαθής.