ταλκικός

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν τάλκης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τάλκη ή αποτελείται από τάλκη
2. φρ. «ταλκικός σχιστόλιθος»
(πετρογρ.) μεταμορφωμένο πέτρωμα, πλούσιο σε τάλκη, το οποίο έχει ανοιχτοπράσινο ή τεφρόλευκο χρώμα και μεταξώδη ώς λιπαρή υφή.