τεμαχισμός

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ὁ,

   A cutting up, slicing, Hdn.Epim. 264.

German (Pape)

[Seite 1089] ὁ, das Zerschneiden, Zerstückeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τεμᾰχισμός: -οῦ, ὁ, τὸ τεμαχίζειν, τέμνειν εἰς τεμάχια, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 264, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 180.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τεμαχίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τεμαχίζω.